- άφλεβος
- -η, -ο (Α ἄφλεβος, -ον, Μ ἀφλεβής, -ές) [φλεψ]1. αυτός που δεν έχει φλέβες2. αυτός που δεν έχει εμφανείς τις φλέβες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄφλεβος — without veins masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεβον — ἄφλεβος without veins masc/fem acc sg ἄφλεβος without veins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέβων — ἄφλεβος without veins masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεβα — ἄφλεβος without veins neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεβοι — ἄφλεβος without veins masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek